- φουμιά
- η предмет гордости, гордость, украшение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φουμιά — η, Ν (διαλ. τ.) καύχημα, καμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < φούμη, άλλος τ. τού φήμη + κατάλ. ιά (πρβλ. καπν ιά)] … Dictionary of Greek